- χετιτικός, -ή, -ό
- χετιτικός, -ή, -ό και χιτιτικός, -ή, -ό και χεταϊκός, -ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χεταίους: Η επιγραφή αυτή είναι γραμμένη σε χετιτική γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.